-
1 ταράσσω
ταράσσω, att. - ττω, fut. med. ταράξομαι in der Bdtg des fut. pass., Thuc. 7, 36, wie Xen. Cyr. 6, 1, 43, perf. τέτρηχα (s. unten u. vgl. ϑράσσω), rühren, auf-, durcheinanderrühren, verwirren; Hom. vom Poseidon, σύναγεν νεφέλας, ἐτάραξε δὲ πόντον, Od. 5, 291, wie ταράξω πέλαγος Αἰγαίας ὰλός Eur. Troad. 88; ταραχϑεὶς πόντος, 687, das von Stürmen aufgewühlte Meer; σὺν δ' ἴππους ἐτάραξε, Il. 8, 86, er machte die Pferde wild, scheu; οὐ χϑόνα ταράσσοντες, das Land nicht umwendend, pflügend, Pind. Ol. 2, 63; φωνὰν ταρασσέμεν, P. 11, 42, verwirren; κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω, Aesch. Prom. 996; übertr., bestürzt machen, μάταιος ἐκ νυκτῶν φόβος κινεῖ, ταράσσει, Ch. 287; δεινὰ ταράσσει σοφὸς οἰωνοϑέτας, Soph. O. R. 483; pass. bestürzt werden, sein, ταράσσομαι φρένας, Ant. 1082; ὥς μοι ὑφ' ήπατι δεῖμα χλοερὸν ταράσσει, Eur. Suppl. 599; τίς σὴν ταράσσει καρδίαν; Bacch. 1320; ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα, Hipp. 969, u. öfter so von den Leidenschaften; γῆν καὶ ϑάλατταν εἰκῆ, Ar. Equ. 429; καὶ κυκᾶν, Ach. 658 Equ. 251; dah. wie κυκᾶν, mischen, φάρμακον, Luc. Lex. 4; vgl. Nic. Th. 665. 936; κύλικα φαρμάκου, Plut. an vit. ad inf. suff. 3; αἵματος τεταραγμένου μέλιτι, Erasistr. bei Ath. VII, 324 a; so auch λαγὸν ταράξας πῖϑι τὸν ϑαλάσσιον, Amips. bei Schol. Ar. Vesp. 480 u. Ath. X, 446 d. In Prosa: πολλά με ταράττει, Plat. Phaed. 103 c; Theaet. 206 a u. öfter; bes. Krieg, Aufruhr erregen, σὺ καὶ τόδε νεῖκος ἀνδρῶν σύναιμον ἔχεις ταράξας, Soph. Ant. 789; τὴν πόλιν, Ar. Equ. 864; πόλεμον, Plat. Rep. VIII, 567 a; vgl. Dem. 18, 151; ὅτι οὐδὲν δέοι ταράσσεσϑαι, ἀλλὰ νόμοις τοῖς ἀρχαίοις χρῆσϑαι, Xen. Hell. 2, 4, 42; στάσεις καὶ πολέμους, Plut. Cat. min. 22; auch ἐγκλήματα καὶ δίκας τινί, Them. 5; ein Heer in Verwirrung, Unordnung bringen, Her. 9, 50. 51; auch von Sachen, sie verwirren, τοὺς ταρσοὺς τῶν κωπέων, 8, 12; ὁρῶν τοὺς Συρακοσίους ταρασσομένους καὶ οὐ ῥᾳδίως ξυντασσομένους, Thuc. 7, 3; πάντα ταῦτα καϑορῶν ἄνω κάτω ταραττόμενα δεινῶς, Plat. Prot. 361 c; τεταραγμένος τὴν γνώμην, Luc. Scyth. 3. – Bei den Aerzten ταράττειν τὴν κοιλίαν, den Unterleib in Unordnung bringen, d. i. Durchfall verursachen. – Das ep. perf. τέτρηχα hat die intrans. Bdtg in Verwirrung, unruhige Bewegung gerathen, τετρήχει δ' ἀγορή, die Volksversammlung gerieth in unruhige Bewegung, Il. 2, 95; ἀγορὴ τετρηχυῖα, 7, 346; so auch sp. D., wie τετρηχυῖα ϑάλασσα Leon. Tar. 96 (VII, 283). Erst spätere Dichter haben hiernach ein praes. τρήχω gemacht, das aber für jene homerische Form anzunehmen nicht nöthig ist; aus der att. Form ϑρᾱσσω, für ταράσσω, wird regelnmäßig τέτρᾶχα, ion. τέτρηχα, abgeleitet, s. Buttm. Lexil. I p. 210. Damit hängt τρηχύς zusammen.
-
2 ταράσσω
τᾰράσσω, Pi.O.2.63, etc.; [dialect] Att. [suff] τᾰράξ-ττω Ar.Eq. 902; also [full] θράσσω (q.v.): [tense] fut. ταράξω ib. 358, etc.: [tense] aor.Aἐτάραξα Od.5.291
, ([etym.] συν-) Il.1.579, 8.86: [tense] plpf.συν-ετεταράχει D.C.42.36
: [dialect] Ep. [tense] pf. in pass. sense τέτρηχα (v. infr. 111):—[voice] Pass., [tense] fut.ταραχθήσομαι Men.858
(prob.), Epict.Ench.3, etc.; [voice] Med. ταράξομαι in pass. sense, Th.7.36, X. Cyr.6.1.43: [tense] aor. (anap.), etc.: [tense] pf. τετάραγμαι ib. 388 (anap.), etc.:—stir, trouble, in a physical sense, σύναγεν νεφέλας ἐτάραξε δὲ πόντον [Ποσειδῶν] Od.5.291;κύμασιν ταράσσεται πόντος Archil.54
, cf. Sol.54;τ. πέλαγος ἁλός E.Tr.88
, cf. 692;ὁμοῦ τ. τήν τε γῆν καὶ τὴν θάλατταν εἰκῇ Ar.Eq. 431
;τ. καὶ κυκᾶν Id.Ach. 688
(troch.), Eq. 251 (troch.); οὐ χθόνα ταράσσοντες troubling not the earth (by ploughing), Pi. l.c.;βροντήμασι.. κυκάτω πάντα καὶ ταρασσέτω A.Pr. 994
; τ. φάρμακον perh. mix, Luc.Lex.4, cf. Amips. 18: metaph., φωνὰν ταρασσέμεν to wag the tongue, Pi.P.11.42; πάντα τ., of a speaker, jumble up, D.19.93;τὴν τῶν πραγμάτων διδασκαλίαν Gal.15.185
.2 trouble the mind, agitate, disturb, ; δεινὰ (adverbial) τ. [με] S.OT 483 (lyr.);ὅταν ταράξῃ Κύπρις ἡβῶσαν φρένα E.Hipp. 969
, cf. Fr.1079.4;Νικίαν ταράξω Ar.Eq. 358
(troch.);τ. καρδίαν E.Ba. 1321
; esp. of fear, A.Ch. 289, Ar.Eq.66, etc.; ἄν τις φόβος τ. X.Mem.2.4.6;τὸ σῶμα τ. τὴν ψυχήν Pl.Phd. 66a
, cf. 103c; soτ. γλῶσσαν E.IA 1542
: abs., cause confusion, Pl. R. 564b, Hp.Mi. 373b:—[voice] Pass., Id.Phd. 100d, etc.; ;διά τι D.4.3
;ταράσσομαι φρένας S.Ant. 1095
; ὄμμα σὸν τ. E. Or. 253.3 of an army, etc., throw into disorder, Hdt.4.125, 9.51, etc.; :—[voice] Pass., to be in disorder, Id.4.125, 129, 8.16, Th.4.25, X.Cyr.2.1.27, etc.; ἐν σφίσιν αὐτοῖς τ. Th.7.67.b metaph., rout or upset, κριτήριον τ. Demetr.Lac.Herc.1012.38 (perh. variant of Epicur.Sent. 24):—[voice] Pass.,λόγου ταραχθέντος Phld.Rh.1.136
S.;εἰ τὰ σημεῖα ταραχθείη Gal.6.262
.4 τ. τὴν γαστέρα cause relaxation of the bowels, of purges, Hp.Nat.Mul.12, cf. Acut.56, Arist.Pr. 864b23, Gal.15.667:—[voice] Pass.,ἐταράχθης τὴν γαστέρα Ar.Nu. 386
(anap.);τὸ πνεῦμα Gal.15.903
; more generally,τεταραγμένον σῶμα Sor.1.105
.5 freq. of political agitation,τ. τὴν πόλιν Ar.Eq. 867
; τὰ πράγματα ib. 214:—[voice] Pass., to be in a state of disorder or anarchy, ἐν ἀλλήλοις τ. Th.2.65, cf. D.2.14, Ptol.Tetr. 164.6 ταράττεσθαι ἐπὶ τῶν ἵππων to be shaken in one's seat on horseback, X. Cyr.5.2.17.7 Math., τεταραγμένη ἀναλογία disturbed proportion, Euc.5Def.18, Archim.Sph.Cyl.2.4.II stir up, metaph., τ. νεῖκος, πόλεμον, S.Ant. 794 (lyr.), Pl.R. 567a; ;ἡλίκα πράγματα ταράξασα D.18.153
, cf. X.An.5.10.9;τ. δίκας τινὶ πρός τινας Plu.Them.5
:—[voice] Pass.,πόλεμος ἐταράχθη D.18.151
;γόος.. ταραχθείς A.Ch. 331
(lyr.).III exc. in the places mentioned, Hom. uses only intr. [tense] pf. τέτρηχα, to be in disorder or confusion, be in an uproar,τετρήχει δ' ἀγορή Il.2.95
;ἀγορὴ τετρηχυῖα 7.346
; soτετρηχυῖα θάλασσα AP7.283
(Leon.);τετρηχότος οἴδματος A.R.1.1167
;τετρηχότα βῶλον Id.3.1393
;τετρηχότι νώτῳ Nic.Th. 267
; but ἐκ σέθεν.. ἄλγεα.. τετρήχασι cruel woes arise, A.R. 4.447, cf. 3.276, Philet.7; in Nic.Th.72 τετρήχοντα κλήματα is f.l. for δὲ τρήχοντα. (Alexandrine and later Poets seem to have thought erroneously that τέτρηχα = to be rough (cf. τραχύς).) ( ταράχψω from ταραχ-ή, τάραχ-ος and these from Θᾰρᾰχ-: cogn. with θράσσω from θρᾱχ-ψω of which the [dialect] Ion. [tense] pf. is τέτρηχα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταράσσω
-
3 ταράσσω
ταράσσω, rühren, auf-, durcheinanderrühren, verwirren; vom Poseidon; ταραχϑεὶς πόντος, das von Stürmen aufgewühlte Meer; σὺν δ' ἴππους ἐτάραξε, er machte die Pferde wild, scheu; οὐ χϑόνα ταράσσοντες, das Land nicht umwendend, pflügend; φωνὰν ταρασσέμεν, verwirren; übertr., bestürzt machen; pass. bestürzt werden, sein; öfter so von den Leidenschaften; dah. wie κυκᾶν, mischen; bes. Krieg, Aufruhr erregen; ein Heer in Verwirrung, Unordnung bringen; auch von Sachen: sie verwirren. Bei den Ärzten: ταράττειν τὴν κοιλίαν, den Unterleib in Unordnung bringen, = Durchfall verursachen; perf. τέτρηχα = intrans., in Verwirrung, unruhige Bewegung geraten; τετρήχει δ' ἀγορή, die Volksversammlung geriet in unruhige Bewegung -
4 ἄλλᾳ
1 in another way Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν (Heyne: ἀλλὰ χρὴ ταρασσέμεν codd.) P. 11.42 -
5 ἄλλοτε
1 in one direction and in another met., here and there, this way and thatῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσουσιν αὖραι O. 7.95
ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς P. 2.85
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (byz.: ἄλλοτε δ codd.) P. 8.77ἐγκωμίων ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν (sc. φωνάν.) P. 11.42ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν I. 3.18
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
“ ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει” keep a different mood for different occasions fr. 43. 5. frag. ]ἄλλο[τε δ' ἀλ] λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 8. -
6 ταράσσω
1 disturbοὐ χθόνα ταράσσοντες ἐν χερὸς ἀκμᾷ οὐδὲ πόντιον ὕδωρ O. 2.63
ὠκύαλον τε πόντου ῥιπὰν ἐτάραξε καὶ† ( ὠκύαλον Νότου ῥιπὰν ἐτάραξε coni. Wil.) Παρθ. 2. 20. met., Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γε νῦν ἢ Θρασυδᾴῳ (sc. φωνάν: set in motion, Burton: cf. Schadewaldt, 284̆{5}; Hanssen, Aevum, 1950, 162ff.) P. 11.42 -
7 εἰ
εἰ ( κεἴ fr. 4; repeated P. 9.93; followed by different moods P. 4.264f.; by different tenses N. 11.13f.; for εἴ τις also v. τις.) A conditional.1 c. pres. ind.a impv. in apodosis.εἰ δ' ἄεθλα γαρύεν ἔλδεαι, φίλον ἧτορ, μηκέτ ἀελίου σκόπει ἄλλο θαλπνότερον O. 1.3
“φίλια δῶρα Κυπρίας ἄγ' εἴ τι, Ποσείδαον, ἐς χάριν τέλλεται, πέδασον ἔγχος Οἰνομάου” O. 1.75ὑγίεντα δ' εἴ τις ὄλβον ἄρδει, μὴ ματεύσῃ θεὸς γενέσθαι O. 5.23
εἰ δέ τοι μάτρῳ μἔτι Καλλικλεῖ κελεύεις στάλαν θέμεν, ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.79
εἰ δὲ Θεμίστιον ἵκεις ὥστ' ἀείδειν, μηκέτι ῥίγει N. 5.50
b pres. ind. in apodosis. (cf. A. 1. h. infra.)εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεται λτ;τιγτ; λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει O. 1.64
εἰ δ' ἀριστεύει μὲν ὕδωρ, κτεάνων δὲ χρυσὸς αἰδοιέστατος, νῦν δὲ Θήρων ἅπτεται Ἥρακλέος σταλᾶν ( νῦν γε v. l.: εἰ has comparative force, just as) O. 3.42εἴ τι καὶ φλαῦρον παραιθύσσει, μέγα τοι φέρεται πὰρ σέθεν P. 1.87
εἰ δέ τις ἤδη λέγει, παλαιμονεῖ κενεά P. 2.58
εἰ δὲ ἐπίστᾳ, μανθάνων οἶσθα προτέρων P. 3.80
εἰ δὲ νόῳ τις ἔχει θνατῶν ἀλαθείας ὁδόν, χρὴ P. 3.103
“Μοῖραι δ' ἀφίσταντ, εἴ τις ἔχθρα πέλει” with temporal force P. 4.145 διδοῖ (sc. ἡ δρῦς) ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει ( ἀμφέπῃ coni. Heyne: εἰ has temporal force) P. 4.266 “εἰ μὲν αὐτὸς Οὔλυμπον θέλεις λτ;ναίεινγτ;, ἔστι σοι τούτων λάχος” N. 10.83εἰ δ' ἀρετᾷ κατάκειται, χρή νιν εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις I. 1.41
εἰ δέ τις ἔνδον νέμει πλοῦτον κρυφαῖον, ἄλλοισι δ' ἐμπίπτων γελᾷ, ψυχὰν Ἀίδα τελέων οὐ φράζεται δόξας ἄνευθεν I. 1.67
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἐχθροισι τραχὺς ὑπαντιάζει, μόχθος ἡσυχίαν φέρει Pae. 2.31
c fut. ind. in apodosis, where εἰ has causal force.ἀγγελίαν πέμψω ταύταν, εἰ Χαρίτων νέμομαι κᾶπον O. 9.26
“εἰ δὲ χρὴ καὶ πὰρ σοφὸν ἀντιφερίξαι, ἐρέω” P. 9.50d opt. c. κε in apodosis, i. e. potential.εἰ δὲ γεύεται ἀνδρὸς ἀνήρ τι, φαῖμέν κε N. 7.86
εἰ δὲ κασιγνήτου πέρι μάρνασαι, ἥμισυ μέν κε πνέοις γαίας ὑπένερθεν ἐών N. 10.85
e impf. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς, ἐσχατιαῖς ἤδη πρὸς ὄλβου βάλλετ' ἄγκυραν I. 6.10
f pres. ind. understood in apodosis.εἴ τις ἀνδρῶν κατέχει φρασὶν αἰανῆ κόρον, ἄξιος εὐλογίαις ἀστῶν μεμίχθαι I. 3.1
τὰ μακρὰ δ' εἴ τις παπταίνει, βραχὺς ἐξικέσθαι χαλκόπεδον θεῶν ἕδραν I. 7.43
g apodosis omitted.εἰ δὲ τις οἶδεν τὸ μέλλον, ὅτι O. 2.56
h pres. ind. understood in protasis.a ind. pres. in apodosis.ἄνεται πάντα βροτοῖς, εἴ σοφός, εἰ καλός, εἴ τις ἀγλαὸς ἀνήρ O. 14.7
εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
εἰ δυνατόν, Κρονίων, πεῖραν μὲν ἀγάνορα ἀναβάλλομαι N. 9.28
II impf. ind. c. κε in apodosis. ἤθελον Χίρωνά κε Φιλλυρίδαν, εἰ χρεὼν τοῦθ' κοινὸν εὔξασθαι ἔπος, ζώειν where the subordinate clause is parenthetic P. 3.2III impv. in apodosis. οὕνεκεν, εἰ φίλος ἀστῶν, εἴ τις ἀντάεις, τό γ' ἐν ξυνῷ πεποναμένον εὖ μὴ λόγον βλάπτων ἁλίοιο γέροντος κρυπτέτω i. e. whether — or P. 9.932 c. fut. ind., imperative in apodosis.εἰ δέ τις ὄλβον ἔχων μορφᾷ παραμεύσεται ἄλλους, ἔν τ' ἀέθλοισιν ἀριστεύων ἐπέδειξεν βίαν, θνατὰ μεμνάσθω περιστέλλων μέλη N. 11.13
cf. E infra O. 7.13 c. impf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ πόνος ἦν, τὸ τερπνὸν πλέον πεδέρχεται N. 7.74
b κεν c. aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ σώφρων ἄντρον ἔναἰ ἔτι Χίρων καί τί οἱ φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν, ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον παρασχεῖν P. 3.63
εἰ δ' ἔτι ζαμενεῖ Τιμόκριτος ἁλίῳ σὸς πατὴρ ἐθάλπετο, ποικίλον κιθαρίζων θαμά κε, τῷδε μέλει κλιθείς, ὕμνον κελάδησε καλλίνικον N. 4.13
εἰ γὰρ ἦν ἓ τὰν ἀλάθειαν ἰδέμεν, οὔ κεν ὅπλων χολωθεὶς ὁ καρτερὸς Αἴας ἔπαξε N. 7.24
πρὸ πόνων δέ κε μεγάλων Δαρδανίαν ἔπραθεν, εἰ μὴ φύλασσεν Ἀπόλλων Pae. 6.91
4 c. aor. ind.a impv. in apodosis. φόρμιγγα λάμβαν, εἴ τί τοι Πίσας τε καὶ Φερενίκου χάρις νόον ὑπὸ γλυκυτάταις ἔθηκε φροντίσιν (with causal force) O. 1.18 εἰ δ' ἐγὼ ἀνέδραμον ὕμνῳ, μὴ βαλέτω με φθόνος concessive Schr. O. 8.54 v. also A. 2 supra, N. 11.13b pres. ind., expressed or understood, in apodosis. εἰ δ' ἐτύμως μάτρωες ἄνδρες ἐδώρησαν Ἑρμᾶν εὐσεβέως, κεῖνος κραίνει σέθεν εὐτυχίαν (with causal force) O. 6.77 Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν with causal force P. 11.41 εἰ δ' ἀνορέαις ὑπερτάταις ἐπέβα παῖς Ἀριστοφανέος, οὐκέτι πρόσω ἀβάταν ἅλα κιόνων ὕπερ Ἡρακλέος περᾶν εὐμαρές ( concessive Schr.) N. 3.19 νικῶντί γε χάριν, εἴ τι πέραν ἀερθεὶς ἀνέκραγον, οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν (concessive, cf. O. 8.54) N. 7.75 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας, νῦν σε, νῦν εὐχαῖς ὑπὸ θεσπεσίαις λίσσομαι” (cf. O. 1.75) I. 6.42c impf. ind. in apodosis.εἰ τιν' ἄνδρα ἐτίμασαν, ἦν Τάνταλος οὗτος O. 1.54
d aor. ind. c. ἄν, κε in apodosis.τεά κεν ἀκλεὴς τιμὰ κατεφυλλορόησεν ποδῶν, εἰ μὴ στάσις σ' ἄμερσε πάτρας O. 12.16
εἰ κατέβαν, ἐξικόμαν κε P. 3.73
“εἰ γὰρ οἴκοι νιν βάλε, τετράτων παίδων κ' ἐπιγεινομένων αἷμά οἱ κείναν λάβε ἄπειρον” P. 4.43e apodosis dub. εἴ τις (codd.: τίς Homan, εἰ expungens) — αἰνὰν ὕβριν ἀπέφυγεν, μέλανος ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θανάτου λτ;στείχοι> (coni. Wil.: μέλανος δ' ἂν ἐσχατιὰν καλλίονα θάνατον ἐν codd.: θάνατόν γἔσχε Boeckh: locus conclamatus, v. van Groningen, Mnem., 1947, 233) P. 11.555 c. pres. subj., pres. ind. in apodosis. [ αἰσχύνῃ (codd.: αἰσχύνοι Mosch. v. A. 10 infra) P. 4.264] [ ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne v. A. 1. b supra) P. 4.266] δύο δέ τοι ζωᾶς ἄωτον μοῦνα ποιμαίνοντι τὸν ἄλπνιστον, εὐανθεῖ σὺν ὄλβῳ εἴ τις εὖ πάσχων λόγον ἐσλὸν ἀκούῃ (v. 1. ἀκούσῃ: sic distinxit Hartung, post ὄλβῳ, edd. vulgo. The condition is strictly illogical, and εἰ ἀκούῃ stands in explanatory apposition to δύο μοῦνα) I. 5.136 c. aor. subj.a pres. or pf.-pres. in apodosis.πολλοὶ δὲ μέμνανται, καλὸν εἴ τι ποναθῇ O. 6.11
[ ἐξερείψῃ ( κεν) (coni. Boeckh, Bergk: ἐξερείψαι κε codd.: ἐξερείψειεν Thiersch) P. 4.264] διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται λοίσθιον ἢ μόχθον ἀμφέπει (codd.: ἀμφέπῃ Heyne) P. 4.266δυσπαλὲς δὴ γίνεται, ἐξαπίνας εἰ μὴ θεὸς ἁγεμόνεσσι κυβερνατὴρ γένηται P. 4.274
ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπυκος εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς ( εἰ ἀοιδαῖς stands in explanatory apposition to ἑνὶ σὺν τρόπῳ) N. 7.15 εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος, οὐκ ἔστι πρόσω-θεν N. 9.46
τοῦτο γὰρ ἀθάνατον φωνᾶεν ἕρπει, εἴ τις εὖ εἴπῃ τι ( εἰ τι stand in explanatory apposition to τοῦτο) I. 4.41 [ ἀκούσῃ (v. 1. ἀκούῃ. cf. A. 5 supra) I. 5.13] εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ, ταύταν σκότει κρύπτειν ἔοικεν fr. 42. 5.b aor. ind. in apodosis.εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε N. 7.11
7 c. pres. opt. a. pres. ind. expressed or understood in apodosis.εἰ δὲ σὺν πόνῳ τις εὖ πράσσοι, μελιγάρυες ὕμνοι ὑστέρων ἀρχὰ λόγων τέλλεται O. 11.4
εἰ γάρ τις ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd.) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, —διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς, εἴ ποτε χειμέριον πῦρ ἐξίκηται P. 4.263
κέρδος δὲ φίλτατον, ἑκόντος εἴ τις ἐκ δόμων φέροι P. 8.14
οὐ γάρ πάγος οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.34
b κεν c. opt. in apododis.εἰ δ' εἴη μὲν Ὀλυμπιονίκας, τίνα κεν φύγοι ὕμνον κεῖνος ἀνήρ O. 6.4
εἰ δ' αὐτὸ καὶ θεὸς ἀνέχοι, ἐν τίν κ ἐθέλοι N. 7.89
c fut. ind. in apodosis.εἰ δὲ δαίμων γενέθλιος ἕρποι, Δὶ τοῦτ' ἐκδώσομεν πράσσειν O. 13.105
8 c. aor. opt., pres. ind. in apodosis.εἰ δὲ μὴ ταχὺ λίποι, ἔτι γλυκυτέραν κεν ἔλπομαι κλείζειν O. 1.108
καιρὸν εἰ φθέγξαιο, μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.81
εἰ δέ μοι πλοῦτον θεὸς ἁβρὸν ὀρέξαι, ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω P. 3.110
ἐξερείψειεν (Thiersch: ἐξερείψαι κε codd. v. A. 10. infra) P. 4.263πάντ' ἔχεις, εἴ σε τούτων μοῖῤ ἐφίκοιτο καλῶν I. 5.15
9 c. pf. ind.a pres. ind. in apodosis.εἰ γάρ τις ἐσλὰ πέπαται μὴ σὺν μακρῷ πόνῳ, πολλοῖς σοφὸς δοκεῖ P. 8.73
b pres. opt. in apodosis.εἰ δ' ὄλβον ἢ χειρῶν βίαν ἢ σιδαρίταν ἐπαινῆσαι πόλεμον δεδόκηται, μακρά μοι αὐτόθεν ἅλμαθ ὑποσκάπτοι τις N. 5.19
c impv. in apodosis.εἰ δὲ τέτραπται, μὴ φθόνει κόμπον I. 5.22
[10 dub. c. κε and opt., ind. in apodosis. εἰ γάρ τις ὄζους ὀξυτόμῳ πελέκει ἐξερείψαι κεν (codd.: ἐξερείψειεν Thiersch: ἐξερείψῃ μὲν Hermann) —, αἰσχύνοι δὲ (Mosch.: αἰσχύνῃ codd.) —, — διδοῖ ψᾶφον περ' αὐτᾶς (κε is held to be highly improbable) P. 4.264]11 frag. κεἴ μοί τιν' ἄνδρα τῶν θανόντων fr. 4.12 εἴ τις, with following verb suppressed. λάγεταν γάρ τοι τύραννον δέρκεται, εἴ τιν' ἀνθρώπων, ὁ μέγας πότμος above all men P. 3.86 cf. O. 1.54 B εἰ καί, concessive. εἰ καί τι Διωνύσου ἄρουρα φέρει βιόδωρον ἀμαχανίας ἄκος, ἄνιππός εἰμι Πα. 4. 25, cf. εἰ concessive O. 8.54, N. 3.20, N. 7.75 C introducing indirect question, c. ind.γνῶναί τ' ἔπειτ, ἀρχαῖον ὄνειδος εἰ φεύγομεν, Βοιωτίαν ὗν O. 6.90
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου, εἴ τιν' ἔχει λόγον O. 8.4
“μεμάντευμαι δ' ἐπὶ Κασταλίᾳ, εἰ μετάλλατόν τι” P. 4.164μαθὼν δέ τις ἀνερεῖ, εἰ πὰρ μέλος ἔρχομαι N. 7.69
D εἰ γάρ, introducing a wish, c. opt.; cf. conditionalεἰ γάρ P. 4.43
εἰ γὰρ ὁ πᾶς χρόνος ὄλβον μὲν οὕτω καὶ κτεάνων δόσιν εὐθύνοι P. 1.46
εἰ γάρ σφισιν ἐμπεδοσθενέα βίοτον ἁρμόσαις ἥβᾳ λιπαρῷ τε γήραι διαπλέκοις εὐδαίμον' ἐόντα παίδων δὲ παῖδες ἔχοιεν αἰεὶ γέρας τό περ νῦν N. 7.98
E ὡς εἰ, in temporal comparisons; v. alsoὡσείτε. φιάλαν ὡς εἴ τις δωρήσεται νεανίᾳ γαμβρῷ, καὶ ἐγὼ νέκταρ χυτὸν πέμπων ἱλάσκομαι O. 7.1
F frag. ] εἰ δέ μοι[ fr. 60. a. 3. ὡς εἴ τε v. ὡσείτε. εἴ περ v. εἴπερ. -
8 νυν
a c. impv.σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ N. 1.13
μή νυν μήτ' ἀρετάν ποτε σιγάτω πατρῴαν (Tricl.: νῦν codd.) I. 2.43b καί νυν καί νυν ἐς ταύταν ἑορτὰν ἵλαος νίσεται (byz.: νῦν codd.) O. 3.43 καί νυν ὑπ' ἀμφοτέρων σὺν Διαγόρᾳ κατέβαν (byz.: νῦν codd.) O. 7.13 ἀρχαῖς δὲ προτέραις ἑπόμενοι καί νυν κελαδησόμεθα (Boeckh: νῦν codd.) O. 10.78 ἰατῆρά τοί κέν μιν πίθον καί νυν ἐσλοῖσι παρασχεῖν ἀνδράσι (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 3.66 “τῶν δ' ἐλάθοντο φρένες καί νυν ἐν τᾷδ ἄφθιτον νάσῳ κέχυται Λιβύας εὐρυχόρου σπέρμα” (Tricl.: νῦν codd.) P. 4.42 καί νυν ἐν Πυθῶνι (Tricl.: νῦν codd.) P.9. 71. ἔνθα καί νυν ἐπίνομον ἡρωίδων στρατὸν ὁμαγερέα καλεῖ συνίμεν (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 11.7 τεκμαίρει καί νυν Ἀλκιμίδας τὸ συγγενὲς ἰδεῖν (Er. Schmid: δὲ καὶ νῦν codd.: καὶ νῦν Pauw.) N. 6.8c c. art., pro adv. ( φωνὰν) ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ἢ πατρὶ Πυθονίκῳ τό γέ νυν ἢ Θρασυδᾴῳ (Er. Schmid: νῦν codd.) P. 11.44 -
9 τεός
τεός (-ός, -ῷ, -όν, -οῖς(ιν); -ᾷ, -άν, τεάν, -αί, -αις(ι), -αῖσιν, τεαῖσιν; -όν nom., acc., - οῖς: c. art., O. 5.11, P. 8.33, P. 11.41, I. 1.1, I. 1.58)1 your (s.)a addressing gods, heroes, simm.Ζεῦ, τεαὶ γὰρ ὧραι O. 4.1
Παλλάς, ἀείδει μὲν ἄλσος ἁγνὸν τὸ τεόν O. 5.11
Αἶαν, τεόν τ' ἐν δαιτί, Ἰλιάδα, νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν ( Αἰάντειόν τ' ἐν codd., corr. Hermann) O. 9.112 γέρας ἀμφέβαλε τεαῖσιν κόμαις (of Cyrene) P. 5.31Ἄπολλον, τεᾷ, Καρνήἰ, ἐν δαιτὶ P. 5.79
Ἄπολλον, τεὸν δόμον (Wil.: τεόν τε δόμον codd.) P. 7.10 ὁ μέν που τεοῖς τε μήδεσι τοῦτ' ἔπραξεν (Tricl.: τεοῖσι codd.: of Apollo) P. 10.11 τεὰν κατ' αἶσαν (of the Muse) N. 3.15Ζεῦ, τεὸν γὰρ αἷμα, σέο δ' ἀγὼν N. 3.65
τεὰν ἀδελφεὰν ἐλάχομεν ἀγλαόγυιον Ἥβαν (of Eleithuia) N. 7.4ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
ἐν τεμένεσσι δόμον ἔχει τεοῖς (of Herakles) N. 7.94Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον N. 11.3
μᾶτερ ἐμά, τὸ τεόν, χρύσασπι Θήβα, πρᾶγμα καὶ ἀσχολίας ὑπέρτερον θήσομαι I. 1.1
Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Φυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι I. 1.58
διὰ τεάν, ὤνασσα, τιμὰν (of Theia) I. 5.6 τίνι τῶν πάρος, ὦ μάκαιρα Θήβα, καλῶν ἐπιχωρίων μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας; I. 7.2 πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέ-φανον I. 7.50
ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς (of Pytho) Πα.. 1. ]τεαν τε[λετ]ὰν μελίζοι (of Dionysos?) Δ. 3.. ὦ Κύπρου δέσποινα, τεὸν δεῦτ' ἐς ἄλσος fr. 122. 18. pro subs., Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν your duty P. 11.41b addressing victorsτεαῖσι μήδεται, Ἱέρων, μερίμναισιν O. 1.106
τεᾶς, Ἁγησίδαμε, πυγμαχίας ἕνεκεν O. 11.12
τεὰ ἀκλεὴς τιμὰ (of Ergoteles) O. 12.13διὰ τεὰν δύναμιν P. 2.20
τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (of Arkesilas) P. 5.10τεᾷ φρενί P. 5.19
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε P. 6.15
τὸ δ' ἐν ποσί μοι τράχον ἴτω τεὸν χρέος, ὦ παῖ my debt to you P. 8.33 [ αὖτις ἐγεῖραι καὶ παλαιὰν δόξαν τεῶν προγόνων (codd. contra metr.: ἑῶν Mosch., edd. vulgo: καὶ τεῶν δόξαν παλαιὰν Bergk) P. 9.105]πάτραν ἵν ἀκούομεν, Τιμάσαρχε, τεὰν ἐπινικίοισιν ἀοιδαῖς πρόπολον ἔμμεναι N. 4.78
τεὸς μάτρως ἀγάλλει κείνου ὁμόσπορον ἔθνος, Πυθέα (Mingarelli e Σ: Πυθέας codd.) N. 5.43c in direct speech “ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” (of Aiakos) O. 8.42 “ τεὸν οἶκον” (of Pelias) P. 4.151 “ πόσις σπέρμα θνατὸν ματρὶ τεᾷ πελάσαις στᾶξεν ἥρως” (of Polydeukes) N. 10.81d addressing relatives of the victorὦ Μέγα, τὸ δ' αὖτις τεὰν ψυχὰν κομίξαι οὔ μοι δυνατόν N. 8.44
e addressing inanimate objects τεαῖς ῥιπαῖσι κατασχόμενος (of the lyre.) P. 1.9 -
10 ὑπάργυρος
1 crossed with silver Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν ( silver inlaid implying for hire: v. Schadewaldt, 284̆{5}; van Groningen, Comp. Litt., 361 n. 1) P. 11.42
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Все языки
- Английский
- Немецкий